- συνεπερείδω
- Α1. επιφέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου («[ὁ ἥλιος] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι' ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος θερμότητα ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», Πλούτ.)2. καταφέρω κάτι εναντίον κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ συνεπερεῑσαι τὴν πληγήν», Πλούτ.)3. διαπερνώ, διατρυπώ4. υποστηρίζω και εγώ κάποιον ή κάτι5. προσθέτω νέα ορμή6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου7. μέσ. συνεπερείδομαιστηρίζομαι σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπερείδω «στηρίζω πάνω σε κάτι, σπρώχνω, μπήγω, πιέζω»].
Dictionary of Greek. 2013.